- στέας
- -ατος, τὸ, Μβλ. στέαρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και στέας Μ, και στεῑαρ, είατος, και στῆρ, στητός Α το στερεό και συμπαγές λίπος τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο στέαρ» β. «οὔτε… … Dictionary of Greek